σύκο

σύκο
το / σῡκον, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. τῡκον Α
1. ο εδώδιμος καρπός τής συκιάς
2. φρ. α) «βασιλικά σύκα» και «σύκα βασίλεια [ἡ βασιλικά»]» — είδος εκλεκτών και μεγάλων σύκων
β) «ξηρά σύκα» — αποξηραμένα σύκα που τρώγονται ως ξηροί καρποί
γ) «λέω τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη» και «ὀνομάζω τὰ σῡκα σῡκα» — βλ. σκάφη
νεοελλ.
παροιμ. φρ. «απ' τα σύκα ώς τα σταφύλια» — μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, πολύ σύντομα
αρχ.
1. ιατρ. α) σαρκώδης επίφυση, συκώδες εξάνθημα ή σάρκωμα κυρίως στα βλέφαρα
β) σάρκωμα σε άλλες περιοχές τού σώματος
γ) ονομασία για τις αιμορροΐδες
2. μτφ. το γυναικείο αιδοίο
3. φρ. α) «σῡκον Αἰγύπτιον» — ο καρπός τής χαρουπιάς, χαρούπι (θεόφρ.)
β) «σῡκον αἰτώ» — κολακεύω (Ησύχ.)
4. παροιμ. φρ. α) «ὅσῳ διαφέρει σῡκα καρδάμων» — δηλώνει πλήρη έλλειψη ομοιότητας (Ηνίοχ.)
β) «σῡκα αἰτεῖν» — το να ζει κανείς με πολυτέλεια και με χλιδή (Αριστοφ.)
γ) «σῡκον χειμῶνος αἰτῶ» — δηλώνει ανόητη ή άκαιρη ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σῦκον, όπως και τα λατ. ficus και αρμ. ťuz, είναι δάνεια από γλώσσα τής Μεσογείου ή τής Μικράς Ασίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σύκο — το καρπός της συκιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρόσυκα — τα ποικιλία σύκων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. νόθο σύνθ. < καρο (< τουρκ. kara «μαύρος») + συκο (< σύκο), πρβλ. μαυρό συκο φραγκό συκο] …   Dictionary of Greek

  • ισχάς — (I) ἰσχάς, άδος (Α) βλ. ισχάδα. (II) ἰσχάς, άδος, ή (ΑΜ) μσν. (για ελιά) ώριμη, παραγινωμένη αρχ. 1. ξηρό σύκο 2. απόφυση στον πρωκτό η οποία μοιάζει με σύκο 3. το φυτό ευφόρβιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανήκει στη λεξιλογική οικογένεια τού επιθ. ἰσχνός και …   Dictionary of Greek

  • λύθι — και αλύθι, το (Μ λύθι) 1. άγουρο ή άγριο σύκο 2. αγριοσυκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ὀλύνθιον, υποκορ. τού αρχ. ὄλυνθος* «άγριο σύκο» (πρβλ. ἀλύθι)] …   Dictionary of Greek

  • μπλόθος — ο άγουρο σύκο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο *ὠμ όλυνθον < ὠμός + ὄλυνθος «σύκο»] …   Dictionary of Greek

  • συκοειδής — ες, Ν όμοιος με σύκο, συκώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύκο + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • συκομουριά — η / συκομορέα, ΝΜΑ, και συκομοραία Α οπωροφόρο αειθαλές δέντρο τής Αφρικής με φύλλα όμοια με τα φύλλα μουριάς και καρπό όμοιο με μικρό σύκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συκόμορον + κατάλ. έα (πρβλ. συκ έα). Ο τ. συκο μουριά με συνίζηση] …   Dictionary of Greek

  • φεγατέλ(λ)η — η, Ν βοτ. ονομασία γένους βρυοφύτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fegatella < ιταλ. fegatella «είδος φυτού», υποκορ. τού fegato «συκώτι» < λατ. ficatum «συκώτι» < λατ. ficum «σύκο» (πρβλ. συκώτι < σύκο, βλ. λ. ήπαρ)] …   Dictionary of Greek

  • φωτόσυκο — το, Ν σύκο που διατηρείται στη συκιά μέχρι τα Θεοφάνεια, τη γιορτή τών Φώτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φώτα + σύκο] …   Dictionary of Greek

  • μορεΐδες — Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, συγγενής με τους ουρτικίδες, που περιλαμβάνει κυρίως είδη των τροπικών περιοχών. Από τα πιο αξιόλογα γένη είναι: η μορεά (μουριά), ο φίκος (συκιά κλπ.), ο αρτόκαρπος, η κεκροπία, η βρουσσονετία, η μακλούρα κ.ά. Οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”